- αποκοπή
- Α. αποκαλείται στη γλωσσολογία η μη προφορά ενός γράμματος μιας λέξης, από αφρόντιστη άρθρωση. Η πιο συχνή περίπτωση α. είναι η πτώση του τελικού φωνήεντος ορισμένων προθέσεων. Στα αρχαία ελληνικά, η α. ήταν χαρακτηριστική κυρίως της δωρικής και της αιολικής διαλέκτου, και λιγότερο της ιωνικής. Οι προθέσεις ανά και παρά αποκόπτονται (σε μερικές δωρικές διαλέκτους) σε αν- και παρ-, π.χ. παρμένειν αντί παραμένειν. Στην αιολική, έλεγαν παργενόμενος αντί παραγενόμενος κλπ. Λιγότερο συχνή ήταν η α. των προθέσεων κατά και ποτί (όταν ήταν μπροστά από οδοντικό σύμφωνο).
εργασία κατ’ α. Τύπος σύμβασης εργασίας που ξεχωρίζει για το ιδιαίτερο κριτήριο με το οποίο ορίζεται η αμοιβή εκείνου που παρέχει εργασία. Ενώ μερικοί τύποι σύμβασης ορίζουν την αμοιβή είτε με βάση τον χρόνο που χρησιμοποιήθηκε κατά την εκτέλεση μιας ορισμένης εργασίας (αμοιβή με την ώρα) είτε με βάση τον χρόνο κατά τη διάρκεια του οποίου ο εργαζόμενος θέτει τη δραστηριότητά του στη διάθεση του εργοδότη (ημερομίσθιο, εβδομαδιαίος, μηνιαίος ή ετήσιος μισθός), στη σύμβαση εργασίας κατ’ α. η αμοιβή του εργαζομένου καθορίζεται με βάση την ποσότητα προϊόντος που παρέχει (αριθμός τεμαχίων που έχυσε στα καλούπια ή τύπωσε, αριθμός τούβλων που χρησιμοποίησε, αριθμός δακτυλογραφημένων σελίδων κλπ.).
Η αμοιβή μπορεί να καθορίζεται είτε με κριτήριο απλώς αναλογικό (τόσα ευρώ το κομμάτι), είτε με βάση κλίμακες προοδευτικές (π.χ. τόσα ευρώ για τα πρώτα χίλια κομμάτια, τόσα για τα επόμενα εκατό κλπ.). Η σύναψη σύμβασης εργασίας κατ’ α. είναι δυνατή και συμφέρουσα όταν η εργασία που πρόκειται να αμειφθεί χρησιμοποιείται άμεσα για παραγωγή ενιαίου τύπου και για την οποία η ποσότητα έχει μεγαλύτερη σημασία από την ποιότητα ή ακόμα όταν η τελευταία αυτή μπορεί εύκολα να καθοριστεί. Σε αυτές τις περιστάσεις, η εργασία κατ’ α. πετυχαίνει να τονώσει την παραγωγικότητα του εργαζομένου, ο οποίος κερδίζει τόσο περισσότεραόσο περισσότερα παράγει.
Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας κατ’ α. είναι αδύνατη ή ασύμφορη όταν η εργασία του εργαζομένου χρησιμοποιείται έμμεσα μόνο στην παραγωγή (επόπτες, υπεύθυνοι πρόληψης και επισκευών ζημιών κλπ.), όταν τα προϊόντα της εργασίας είναι δύσκολο να μετρηθούν ή αρκετά διαφοροποιημένα ή, τέλος, όταν το στοιχείο της ποιότητας έχει τοπροβάδισμα έναντι της ποσότητας (όπως στις εργασίες κατάρτισης σχεδίων και, κατά κανόνα, στις πιο εξειδικευμένες τεχνικά εργασίες).
* * *η (AM ἀποκοπή) [αποκόπτω]1. το κόψιμο, η αφαίρεση με κόψιμο2. (Γραμμ.) μορφή σίγησης φωνήεντος, η οποία υπάγεται στο φαινόμενο της αποβολήςμσν.- νεοελλ.1. καθορισμένο ποσό, τιμή2. αμοιβήνεοελλ.φρ.1. «κατ' αποκοπήν» — με υπολογισμό της αμοιβής εκ των προτέρων2. «παίρνω (κάτι) κατ' αποκοπήν» ή «το πήρα αποκοπή» — ασχολούμαι αποκλειστικά με κάτιμσν.εγγύησηαρχ.Ι. 1. αφαίρεση, απόσπαση2. (για περιοχή) απότομο, απόκρημνο τέρμα3. (για ασθένειες) απότομη εξάλειψη, θεραπείαII. φρ.1. «χρεῶν ἀποκοπή» — εξάλειψη των χρεών2. «ῥυθμοῡ ἀποκοπή» — διατάραξη του ρυθμού3. «ἐξ ἀποκοπῆς» — απότομα4. «ἀποκοπή φωνῆς» — η απώλεια της φωνής.
Dictionary of Greek. 2013.